ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας)- Προπτωχευτική Διαδικασία Εξυγίανσης και λοιπές διατάξεις
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας)- Προπτωχευτική Διαδικασία Εξυγίανσης και λοιπές διατάξεις
ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ Με το άρθρο πρώτο του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται στο σύνολό του το έκτο κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα. Επί του προτεινόμενου νέου έκτου κεφαλαίου παρατηρούνται τα ακόλουθα:
Α. Γενικό Μέρος
Σε κάθε περίοδο, αλλά ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία στις επιχειρήσεις που για οποιονδήποτε λόγο βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία. Κοινωνικά είναι σημαντική η παροχή δεύτερης ευκαιρίας επειδή διασώζονται θέσεις εργασίας, τόσο στην ίδια την επιχείρηση, όσο και σε άλλες επιχειρήσεις (προμηθευτές, εμπορικούς αντιπροσώπους κλπ.) που συναλλάσσονται με αυτήν. Οικονομικά είναι σημαντική η παροχή δεύτερης ευκαιρίας, επειδή δεν χάνεται η άυλη αξία της επιχείρησης και επειδή δεν διακόπτεται η παραγωγική της δραστηριότητα. Επιπλέον η διάσωση επιχειρήσεων μπορεί να βοηθήσει και στην προσέλκυση επενδύσεων, αφού μπορεί να είναι ελκυστικότερο για τον επενδυτή να ξεκινήσει την επένδυσή του με βάση μια υφιστάμενη επιχείρηση που χρειάζεται ρευστότητα για να διασωθεί και να αναπτυχθεί, παρά να ξεκινήσει από το μηδέν.
Η διάσωση της επιχείρησης απετέλεσε εκπεφρασμένο στόχο και του Πτωχευτικού Κώδικα, ο οποίος όμως επιχείρησε να τον επιτύχει κυρίως στο πλαίσιο της πτωχεύσεως, ιδίως με τον θεσμό του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Ωστόσο σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σε άλλες χώρες, οι οικονομικές και κοινωνικές αντιλήψεις στη χώρα μας συνδέουν την πτώχευση με την εκκαθάριση με αποτέλεσμα οι απόπειρες αναδιοργάνωσης στο πλαίσιο της πτώχευσης να υπονομεύονται από την απαξίωση της επιχείρησης στα μάτια των πελατών και προμηθευτών της.
Για τον παραπάνω λόγο είναι κρίσιμη η ενίσχυση της δυνατότητας διάσωσης της επιχείρησης κατά το προπτωχευτικό στάδιο, πριν δηλαδή επέλθει απαξίωσή της. Ο Πτωχευτικός Κώδικας προβλέπει για το προπτωχευτικό στάδιο τη διαδικασία της συνδιαλλαγής. Ωστόσο η διαδικασία αυτή ενέχει ένα βασικό μειονέκτημα – η συμφωνία που είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας δεν δεσμεύει τους μη συναινούντες πιστωτές. Έτσι όμως δημιουργείται αυτό που στην οικονομική επιστήμη αποκαλείται πρόβλημα της συλλογικής δράσης (collective action problem): ακόμη και αν όλοι οι πιστωτές αναγνωρίζουν ότι μια ρύθμιση των απαιτήσεών τους που θα διασώσει τον οφειλέτη θα είναι προς το συλλογικό συμφέρον, κάθε ένας χωριστά μπορεί να ελπίζει ότι οι λοιποί πιστωτές θα υποστούν το κόστος της ρύθμισης και θα εξυγιάνουν την επιχείρηση του οφειλέτη, χωρίς ο πιστωτής αυτός να υποστεί τις θυσίες της ρύθμισης.
Με το προτεινόμενο νέο έκτο κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα εισάγεται λοιπόν προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της νέας ρύθμισης είναι τα ακόλουθα: α. Εισάγεται η δυνατότητα δέσμευσης των μη συναινούντων πιστωτών, λύνοντας έτσι το προαναφερθέν πρόβλημα της συλλογικής δράσης.
β. Δίνεται η μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία ως προς την κατάρτιση της συμφωνίας. Συγκεκριμένα δίνεται κατά το γαλλικό πρότυπο η δυνατότητα να καταλήξουν οφειλέτης και δανειστές σε συμφωνία χωρίς επίσημη διαδικασία διαπραγματεύσεων, με εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις, ώστε να αποφεύγεται όπου είναι εφικτό (συνήθως όταν οι δανειστές είναι λίγοι και συνεργάζονται μεταξύ τους) η δημιουργία αβεβαιότητας ως προς την επιβίωση της επιχείρησης που συνεπάγεται σήμερα η υπαγωγή σε διαδικασία συνδιαλλαγής. Στην περίπτωση που επιλέγεται η διαδικασία επίσημης διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης δίνονται δύο δυνατότητες – είτε να συνάπτουν τη συμφωνία απευθείας οι πιστωτές, είτε να συγκαλείται συνέλευση των πιστωτών. Η δεύτερη, πιο “βαριά” διαδικασία αναμένεται ότι θα χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που υπάρχει πληθώρα πιστωτών που είναι δύσκολο να συντονιστούν διαφορετικά. γ. Ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης δίνεται ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στα μέρη με ενδεικτική αναφορά διαφόρων μέτρων από τα πιο ήπια (π.χ. απλή παράταση του χρόνου αποπληρωμής υποχρεώσεων) μέχρι τα πιο δραστικά (π.χ. κεφαλαιοποίηση των χρεών ή και μεταβίβαση της επιχείρησης), ώστε να καλύπτονται κατά το δυνατό όλες οι περιπτώσεις ανάλογα με την έκταση του προβλήματος της επιχείρησης.
Η ανάγκη της διάσωσης της επιχείρησης δεν έρχεται σε σύγκρουση, αλλά αντίθετα συμπλέει με τα συμφέροντα των πιστωτών, αφού κατά κανόνα οι πιστωτές θα ικανοποιηθούν περισσότερο από μια λειτουργούσα επιχείρηση, από ότι θα ικανοποιούνταν από την αναγκαστική πώληση των περιουσιακών της στοιχείων. Στις λίγες περιπτώσεις που η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων είναι ευνοϊκότερη για τους πιστωτές από τη διάσωση της επιχείρησης θα πρόκειται για επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα μη βιώσιμες, η απόπειρα διάσωσης των οποίων δεν είναι κοινωνικά και οικονομικά επωφελής αφού είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Για τον λόγο αυτόν τίθεται ως κριτήριο της διαδικασίας εξυγίανσης το να μη παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Με τον τρόπο αυτό και οι νέες διατάξεις εναρμονίζονται με τον σκοπό του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 1. Η διάσωση της επιχείρησης δεν σημαίνει αναγκαία και τη διάσωση του φορέα της – του επιχειρηματία. Αυτό θα ήταν αντίθετο με την οικονομική λογική, αφού στην περίπτωση της επιτυχίας της επιχείρησης ο επιχειρηματίας καρπώνεται τα κέρδη και συνεπώς πρέπει κατά κύριο λόγο να υφίσταται από την άλλη πλευρά τις οικονομικές συνέπειες της αποτυχίας. Και κοινωνικά όμως μπορεί να είναι άδικη η διάσωση του επιχειρηματία σε βάρος των πιστωτών που συχνά είναι περισσότερο άξιοι προστασίας (π.χ. εργαζόμενοι, προμηθευτές, ασφαλιστικά ταμεία κλπ.). Είναι λοιπόν ενδεχόμενο η διάσωση της επιχείρησης να συνεπάγεται την απώλεια του ελέγχου της από τον επιχειρηματία, όπως θα συμβαίνει όταν η διάσωση θα γίνεται με μεταβίβαση της επιχείρησης ή (ενδεχομένως) με κεφαλαιοποίηση χρεών. Ο νομοθέτης δεν επιδιώκει να ρυθμίσει σε ποιο βαθμό θα επέρχεται απώλεια της επιχείρησης για τον επιχειρηματία, αφήνοντας τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών να καθορίσουν τα αποτελέσματα αυτά. Ωστόσο για την αποφυγή καταχρηστικής συμπεριφοράς από τους μετόχους ή εταίρους του οφειλέτη επιτρέπει υπό προϋποθέσεις στο πτωχευτικό δικαστήριο να παρέμβει και να τους εξαναγκάσει να συμπράξουν στη διάσωση της επιχείρησης. Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το ήδη υφιστάμενο άρθρο 98 του Πτωχευτικού Κώδικα οι διοικητές των κεφαλαιουχικών εταιρειών έχουν υποχρέωση να εργαστούν για την αποφυγή της πτώχευσής τους. Είναι προφανές ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να συνίσταται και στη σύμπραξη σε επιτυχή εξυγίανση σε περίπτωση που είναι εφικτή. Επομένως σε περίπτωση αδικαιολόγητης άρνησης ή παράλειψης των διοικητών κεφαλαιουχικής εταιρείας να συνάψουν συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να γεννάται ευθύνη τους για την αποζημίωση των πιστωτών σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 2 του Πτωχευτικού Κώδικα.